- μετεωροσκοπική
- μετεωροσκοπικόςoffem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μετεωροσκοπικός — ή, ό (Α μετεωροσκοπικός, ή, όν [μετεωροσκόπος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μετεωροσκόπο ή στο μετεωροσκόπιο («μετεωροσκοπικές παρατηρήσεις») αρχ. φρ. α) «μετεωροσκοπική τέχνη» η μετεωροσκοπία β) «μετεωροσκοπικὸν ὄργανον» το μετεωροσκόπιο.… … Dictionary of Greek